κυνόστομον

κυνόστομον
κυνόστομον, τὸ (AM)
το άνοιγμα τών δακτύλων μεταξύ λιχανού και αντίχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -στομον (< στόμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνόστομον — distance between thumb and first finger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοστομιαίος — κοινοστομιαῑος, αία, ον (Μ) (εσφ. γρφ αντί κυνοστομιαίος) αυτός που έχει μήκος κυνοστόμου*, πιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνόστομον (το μήκος τού ανοίγματος τών δακτύλων μεταξύ αντίχειρα και λιχανού) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τον ιαίος, ωρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”